- αδιαφόρητος
- (I)-η, -ο (Α ἀδιαφόρητος, -ον) [διαφορῶ]αυτός που δεν περνά από τους πόρους τού σώματος, δεν εξατμίζεται ή δεν αποβάλλεται με την εφίδρωση.————————(II)-η, -ο (Α ἀδιαφόρητος, -ον) [ἀδιαφορῶ] αδιαφόρετος, αδιάφορος.
Dictionary of Greek. 2013.